- στηθοσκόπηση
- στηθοσκόπηση, η και στηθοσκοπία, ηεξέταση του ασθενούς με το στηθοσκόπιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στηθοσκόπηση — η, Ν [στηθοσκοπώ] ιατρ. η εξέταση τής λειτουργίας τών οργάνων τού θώρακα με το στηθοσκόπιο … Dictionary of Greek
στηθοσκοπικός — ή, ό, Ν [στηθοσκοπώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στηθοσκόπηση. επίρρ... στηθοσκοπικώς και στηθοσκοπικά Ν με στηθοσκόπηση … Dictionary of Greek
στηθοσκοπία — η, Ν ιατρ. στηθοσκόπηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stethoscopy (< στήθος + σκοπία < σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Θ. Ν. Φιλαδελφέα] … Dictionary of Greek